καταμασώ

καταμασώ
καταμασῶ (Μ)
εξετάζω επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, συζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μασῶ (πρβλ. ανα-μασώ με τη σημ. «επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαμασώμαι — διαμασῶμαι ( άομαι) (AM) [μασώμαι] 1. καταμασώ 2. επικρίνω …   Dictionary of Greek

  • προδιαμασώμαι — άομαι, Α μασώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαμασῶμαι «μασώ, καταμασώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”